Βάστας

Βάστας
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 147 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις ανατολικές απολήξεις του Τετράζιου, ΝΔ της Μεγαλόπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαστᾶς — βαστᾶ̱ς , βαστάζω lift up fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαστᾷς — βαστάζω lift up fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσως — (I) (Μ ἀνίσως) σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.) 2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι… …   Dictionary of Greek

  • βάσταγας — ο (Μ βάστας, ακος και βάστακας) [βαστάζω] αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού νεοελλ. 1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα 2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκάρφωτος — η, ο [ξεκαρφώνω] 1. αυτός που δεν συγκρατείται με καρφιά, ακάρφωτος 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερό βήμα 3. μτφ. α) (για λόγια) ασυνάρτητος, ασύνδετος, ο χωρίς νόημα β) (για πρόσ.) απρόσκλητος («ήλθε ξεκάρφωτος») 4. παροιμ. «Θε μου, πώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”